μέγιστα

μέγιστα
(или τα μέγιστα) επίρρ. больше всего, преимущественно; в высшей степени, весьма, крайне, очень

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μέγιστα" в других словарях:

  • μεγίστα — μεγίστᾱ , μέγας big fem nom/voc/acc dual μεγίστᾱ , μέγας big fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγίστᾳ — μεγίστᾱͅ , μέγας big fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέγιστα — μέγας big neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέγιστα και ελάχιστα — Έστω μια πραγματική συνάρτηση f, ορισμένη σε ένα υποσύνολο I του συνόλου των πραγματικών αριθμών. Ένας πραγματικός αριθμός m θα λέμε ότι είναι το ολικό μέγιστο ή αντίστοιχα το ολικό ελάχιστο της f, αν και μόνον αν για κάθε x∈Ι ισχυει: f(x) ≤ m,… …   Dictionary of Greek

  • μεγίστας — μεγίστᾱς , μέγας big fem acc pl μεγίστᾱς , μέγας big fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγιστάνων — μεγιστά̱νων , μεγιστᾶνες masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγίσται — μεγίστᾱͅ , μέγας big fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγίσταν — μεγίστᾱν , μέγας big fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέγισθ' — μέγιστα , μέγας big neut nom/voc/acc pl μέγιστε , μέγας big masc voc sg μέγισται , μέγας big fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέγιστ' — μέγιστα , μέγας big neut nom/voc/acc pl μέγιστε , μέγας big masc voc sg μέγισται , μέγας big fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέγιστος — η, ο (ΑM μέγιστος, ίστη, ον, ΑM και μεγαλώτατος και μεγιστότατος) ο πάρα πολύ μεγάλος ή ο μεγαλύτερος ανάμεσα σε άλλους («ο μέγιστος τών στρατηγών) νεοελλ. 1. μτφ. άπειρος, απερίγραπτος, αφάνταστος, καταπληκτικός 2. το θηλ. ως ουσ. η μεγίστη ναυτ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»